Τριχωτά Θηράματα
-
Αγριόχοιρος – Sus scrofa
Γνωρίσματα
Μοιάζει με τον οικόσιτο χοίρο αλλά φέρει γκριζόμαυρο τρίχωμα. Τα αρσενικά υπερέχουν σε μέγεθος και βάρος έναντι των θηλυκών. Έχει σώμα ογκώδες και συμπαγές, κεφάλι επίμηκες που απολήγει σε ρύγχος. Στο πάνω μέρος και στο μέσο του ρύγχους σχηματίζεται μικρή κύρτωση, η οποία αυξάνει με την ηλικία του ζώου. Έχει αυτιά μεγάλα και όρθια, μάτια μικρά καφέ χρώματος, σκέλη κοντά και ισχυρά. Η ουρά είναι μετρίου μεγέθους και στο άκρο της σχηματίζεται μία τούφα από μακριές τρίχες. Τα άκρα των δακτύλων καλύπτονται από οπλές.
Στο αρσενικό τα πάνω δόντια εξέχουν.
Ενδιαίτημα
Προϋπόθεση για να είναι ένα ενδιαίτημά κατάλληλο για τον αγριόχοιρο είναι η ύπαρξη άφθονου νερού και λασπόλουτρων τα οποία τα χρειάζεται για να προστατεύεται από τα εξωπαράσιτα
Συνήθειες
Ο αγριόχοιρος είναι ζώο κοινωνικό και ζει σε πολύ καλά οργανωμένες και αυστηρά ιεραρχημένες κοινωνίες, τα κοπάδια, οι οποίες είναι τυπικές κοινωνίες μητριαρχικού τύπου. Τα κοπάδια αυτά συγκροτούνται από 1 έως 5-6 ώριμες θηλυκές (συνήθως συγγενείς) ακολουθούμενες από τα μικρά τους και τα θηλυκά της προηγούμενης αναπαραγωγικής περιόδου που δεν έχουν ακόμη τεκνοποιήσει. Το μέγεθος του κοπαδιού ποικίλει και μπορεί να είναι μια θηλυκιά με τα μικρά της δηλ. 5-6 ζώα συνολικά, αλλά μπορεί να είναι 6-7 θηλυκές με τα παιδιά τους δηλ. 40 – 50 ζώα συνολικά. Η γηραιότερη και πιο έμπειρη θηλυκιά είναι η αρχηγός του κοπαδιού, η οποία μεριμνά για την ασφάλεια και την εύρεση τροφής. Είναι το ζώο που βρίσκεται επί κεφαλής του κοπαδιού, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κινδύνου. Αυτή επιλέγει τις θέσεις για γιατάκι, καθορίζει τις διόδους διαφυγής, την χρονική διάρκεια της ανάπαυσης, τους τόπους της βοσκής, κλπ. Τα αρσενικά σε ηλικία 9-10 μηνών εκδιώκονται, πολλές φορές και βίαια, από το κοπάδι και ζούν το υπόλοιπο της ζωής τους μοναχικά (μονιάδες).
Ο αγριόχοιρος συνήθως βόσκει τη νύχτα και την ημέρα αναπαύεται στο γιατάκι του. Σε περιπτώσεις όμως που νιώθει ασφάλεια και ησυχία δραστηριοποιείται και την ημέρα. Επίσης όταν τα γουρουνάκια είναι ακόμη πολύ μικρά και δεν μπορούν να βαδίζουν πολλές ώρες συνεχώς, το κοπάδι δραστηριοποιείται όλο το 24ωρο με ενδιάμεσες 2ωρες αναπαύσεις.
Είναι ζώο πολύ κινητικό. Κινείται πολύ γρήγορα με έναν χαρακτηριστικό τροχασμό που μοιάζει μ’ έναν βιαστικό ταξιδιώτη. Κολυμπά επίσης εξίσου καλά. Για να βρει την τροφή του και ήσυχα μέρη για να γιατακιάσει μπορεί να διανύσει πολλά χιλιόμετρα. Ο ζωτικός χώρος μέσα στον οποίο κινείται ένα μικρό κοπάδι (μια μητέρα με τα παιδιά της) κυμαίνεται μεταξύ 20.000 – 50.000 στρεμάτων.
Μία από τις χαρακτηριστικές συνήθειές του αγριόχοιρου, είναι το κύλισμα στη λάσπη. Με τα λασπόλουτρα απαλλάσσεται από τα παράσιτα και εμπλουτίζει το δέρμα του με ορυκτά άλατα που περιέχονται στη λάσπη. Μετά το λασπόλουτρο πηγαίνει σε κοντινούς κορμούς δέντρων και τρίβεται αφήνοντας ορατά σημάδια. Παράλληλα αποφλοιώνει με τους κυνόδοντές του κορμούς δέντρων με σκοπό τη σήμανση της επικράτειας του.
Αναπαραγωγή
Είναι είδος πολυγαμικό. Ο οίστρος του δεν παρουσιάζει ετήσια περιοδικότητα, αλλά εμφανίζεται περισσότερες από μια φορά το χρόνο. Ο κύκλος αυτός έχει περίοδο 21 ημέρες, από τις οποίες μόνο οι 2 είναι «γόνιμες». Αυτός ο κύκλος διακόπτεται όταν το ζώο κυοφορεί, όταν βρίσκεται σε γαλουχία και στη διάρκεια του καλοκαιριού (Ιούνιος – Αύγουστος). Ανάλογα λοιπόν με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και κυρίως με την διαθεσιμότητα της τροφής, μπορεί ζευγαρώσει από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάϊο και να γεννήσει από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Μετά τον θερινό άνοιστρο, οι κυρίαρχες θηλυκές (αρχηγοί), κρίνοντας από την διαθεσιμότητα της τροφής, έρχονται σε οίστρο και συμπαρασύρουν και τις υπόλοιπες και ιδιαίτερα τις «πρωτάρες». Πολύ σημαντικό στοιχείο στην αναπαραγωγή του αγριόχοιρου είναι το ότι οι «πρωτάρες» αν δεν συμπαρασυρθούν από έμπειρες θηλυκές δεν έρχονται ποτέ σε οίστρο και παραμένουν στείρες εφόρου ζωής. Τις ημέρες που αρχίζει ο οίστρος του κοπαδιού οι θηλυκές σημαδεύουν τον ζωτικό τους χώρο με οσμές που αφήνουν τρίβοντας τους αδένες τους στα δέντρα, στο έδαφος κ.α. για να προσελκύσουν κάποιον κάπρο της περιοχής. Πολλοί κάπροι θα πλησιάσουν, αλλά μετά από αιματηρές μάχες μεταξύ τους, ένας θα καταφέρει να φθάσει στο κοπάδι και αφού τον εγκρίνει η αρχηγός θα ζευγαρώσει διαδοχικά με όλες.
Η κυοφορία διαρκεί 115 ημέρες (3 μήνες, 3 εβδομάδες και 3 μέρες). Όσο πιο μεγάλο είναι το ζώο τόσα πιο πολλά έμβρυα θα φέρει. Συνήθως γεννά από 2 έως 8 νεογνά. Ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος μια γουρούνα μπορεί να μπει στην αναπαραγωγική διαδικασία από 8 μηνών, ενώ μια άλλη στα 2 της χρόνια. Γενικά ισχύει:
Στα θηλυκά ηλικίας μικρότερης του ενός έτους κυοφορεί το 1 στα 3.
Στα θηλυκά μεταξύ 1 και 2 ετών το 80%
Και στα θηλυκά ηλικίας μεγαλύτερης των 2 ετών το 90%
Βέβαια εδώ πρόκειται για μέσους όρους, οπότε κατά τόπους και χρόνους τα παραπάνω ποσοστά μπορεί να αλλάξουν πολύ. Συνοψίζοντας, ο αριθμός των εμβρύων εξαρτάται από το βάρος και την ηλικία της θηλυκιάς και από την διαθεσιμότητα της τροφής.
Αριθμός κυοφοριών ανά έτος
Αφού η περίοδος του οργασμού του αγριόχοιρου είναι 21 ημέρες, θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι μια θηλυκιά θεωρητικά μπορεί να κυοφορήσει οποιαδήποτε εποχή του χρόνου. Ας δούμε όμως τι συμβαίνει μεταξύ δύο διαδοχικών ετών:
Μια θηλυκιά ζευγαρώνει τον Ιανουάριο και είναι έγκυος μέχρι τα τέλη Απριλίου: 4 μήνες
Τον Μάϊο και τον Ιούνιο βρίσκεται σε γαλουχία: 2 μήνες περίπου
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο βρίσκεται σε άνοιστρο λόγω καλοκαιρινής περιόδου: 2 μήνες
Από τον Σεπτέμβριο και μετά μπορεί να έρθει η νέα περίοδος οργασμού η οποία διαρκεί 21 ημέρες. Ακριβώς το πότε θα έρθει η ώρα του οργασμού δηλ. αρχές Σεπτεμβρίου, τέλη Σεπτεμβρίου, Οκτώβριο; εξαρτάται από την διαθέσιμη τροφή και τις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες.
Το φθινόπωρο και τον χειμώνα κυοφορεί: 4 μήνες
Tον Μάρτιο και τον Απρίλιο βρίσκεται σε γαλουχία: 2 μήνες
Τον Μάϊο ξαναμπαίνει σε οργασμό και κυοφορεί μέχρι τον Σεπτέμβριο: 4μήνες
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο βρίσκεται σε γαλουχία: 2 μήνες
Από τον Νοέμβριο έως τον Ιανουάριο του τρίτου έτους ξαναμπαίνει σε οίστρο.
Τον πρώτο χρόνο λοιπόν η γουρούνα έκανε μια γέννα και τον δεύτερο δύο. Αυτό βέβαια συμβαίνει υπό την προϋπόθεση ότι και στα δύο διαδοχικά χρόνια οι συνθήκες τροφής είναι πολύ καλές, οι καιρικές συνθήκες ήπιες και η ηλικιακή δομή των κοπαδιών πυραμιδοειδής. Πιο σωστό λοιπόν είναι να λέμε ότι ο ώριμος θηλυκός αγριόχοιρος κυοφορεί τρεις φορές στα δύο χρόνια.
Τα μικρά γεννιούνται με ανοιχτά μάτια και είναι σε θέση μετά από λίγες ώρες να στέκονται στα πόδια τους. Το τρίχωμά τους είναι κοκκινωπό και κατά μήκος των πλευρών σχηματίζονται επιμήκεις στενές λωρίδες ανοιχτού χρώματος με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία τέλεια χρωματική προσαρμογή με το περιβάλλον. Λόγω του ότι το σώμα των μικρών είναι καλυμμένο με αραιό τρίχωμα τις πρώτες μέρες, αυτά απαιτούν ιδιαίτερη φροντίδα. Αυτή εξασφαλίζεται με τη συνεχή παραμονή τους στη φωλιά και το πλάγιασμα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι το ένα δίπλα στο άλλο και κοντά στη μητέρα, η οποία κατά τις πρώτες μέρες παραμένει συνεχώς στη φωλιά. Μετά την έβδομη μέρα, η μητέρα και τα μικρά βγαίνουν για λίγο, πάντα όμως διανυκτερεύουν στη φωλιά τους. Μετά την δεύτερη – τρίτη εβδομάδα αρχίζουν την αναζήτηση τροφής, αν και ο θηλασμός διαρκεί μέχρι 2-3 μήνες περίπου. Στην ηλικία των 6 μηνών το χρώμα των μικρών γίνεται καφέ και οι ραβδώσεις ατονούν. Με τη συμπλήρωση του πρώτου χρόνου αποκτούν το χρωματισμό του ενήλικου. Κατά την ηλικία αυτή τα άτομα γίνονται ανεξάρτητα. Η σεξουαλική τους ωριμότητα επέρχεται σε ηλικία 9-18 μηνών. Αυτή εξαρτάται κυρίως από τη διαθεσιμότητα της τροφής. Σε χρόνια με ευνοϊκές συνθήκες διατροφής το 50% των θηλυκών ηλικίας κάτω του ενός έτους αναπαράγεται. Σε μέσες συνθήκες το ποσοστό αυτό είναι 10%. Όταν όμως υπάρχει έλλειψη τροφής τα άτομα ηλικίας κάτω του ενός έτους δεν αναπαράγονται.
Η θνησιμότητα των νεογνών είναι μεγάλη ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών μηνών της ζωής τους. Κυριότερες αιτίες θνησιμότητας είναι οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες και οι άρπαγες. Κατά μέσο όρο το ποσοστό θνησιμότητας τους φτάνει το 40-50%. Σε πολύ ευνοϊκά χρόνια μπορεί να έχουμε δύο γέννες το χρόνο, μία τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο και μία κατά το δεύτερο μισό του Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Διασταυρώνεται με το οικιακό είδος. Ζει 15-20 χρόνια.
Τροφή
Είδος παμφάγο προτιμάει καρπούς, ρίζες, μανιτάρια, βολβούς, φρούτα, καρπούς με ιδιαίτερη προτίμηση στα βελανίδια, κάστανα κ.λπ.. Καταναλώνει επίσης ζωϊκής προέλευσης τροφή που αποτελείται κυρίως από σκουλήκια, σαλιγκάρια, προνύμφες εντόμων, ερπετά, αμφίβια, τρωκτικά, αβγά εδαφόβιων πουλιών και ψοφίμια.
Λαγός – Lepus europaeus
Διαστάσεις
Μήκος σώματος: 52 -65 cm(χωρίς ουρά)
Βάρος αρσενικού: 3000 – 4100 gr
Βάρος θηλυκού: 3100 – 4200 gr
Γνωρίσματα
Γκριζοκαφέ ζώο με μεγάλα αυτιά (μεγαλύτερα από το μήκος του κεφαλιού) και μαύρες λωρίδες στις άκρες των αυτιών
Ενδιαίτημα
Οι προτιμήσεις του ποικίλουν από ορεινές και ημιορεινές ανοιχτές περιοχές, αγροτικές περιοχές με δημητριακά και χέρσους αγρούς και αραιά δάση και θαμνότοπους.
Αναπαραγωγή
Ωριμάζει σε ηλικία 6 – 8 μηνών. Αναπαράγεται 1 – 5 φορές το χρόνο, εγκυμονεί για 41 – 43 ημέρες και γεννάει από 1 – 5 μικρά που τα σκορπάει στη γύρω περιοχή. Θηλάζει τα μικρά του μία φορά τη μέρα, το σούρουπο. Η αυξημένη αναπαραγωγική του δραστηριότητα οφείλεται στην ιδιομορφία της μήτρας της θηλυκής. Η μήτρα της λαγίνας είναι δισχιδής δηλ. αποτελείται από δύο χώρους. Όταν εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο στον ένα χώρο της μήτρας αρχίζει να αναπτύσσεται το έμβρυο. Μετά από 10 – 15 ημέρες μπορεί να προκληθεί ωορρηξία στον άλλο χώρο της μήτρας. Το νέο ωάριο μπορεί να γονιμοποιηθεί και να αρχίσει να αναπτύσσεται νέο έμβρυο με αποτέλεσμα όταν σε 30 περίπου ημέρες γεννήσει τα λαγουδάκια που έχουν αναπτυχθεί στον ένα χώρο της μήτρας ήδη θα εγκυμονεί τα ηλικίας 15 περίπου ημερών έμβρυα στον άλλο χώρο της μήτρας. Έτσι σε χρονικό διάστημα 15 έως 20 ημερών θα έχουμε δύο γέννες. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται επικύηση.
Τροφή
Τρέφεται με πόες, καρπούς, νεαρούς βλαστούς και σπόρους δημητριακών. Ο λαγός παρουσιάζει ιδιαίτερη συμπεριφορά όσον αφορά την καλύτερη αξιοποίηση των θρεπτικών συστατικών της τροφής του. Τα κόπρανά του είναι δύο ειδών: α) αυτά που είναι σκληρά, στρογγυλά και σκούρου χρώματος, που με την επίδραση του αέρα γίνονται γκρίζα και β) αυτά που είναι ακανόνιστα και δημιουργούνται στο τυφλό έντερο, που είναι μικρότερου μεγέθους, πολυεδρικά, γυαλιστερά και καλύπτονται με βλέννα. Τα κόπρανα αυτά είναι πλούσια σε βακτήρια και βιταμίνες και τρώγονται από το ίδιο το ζώο. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αξιοποιηθούν τα θρεπτικά στοιχεία και οι βιταμίνες που δεν αφομοιώθηκαν κατά την πρώτη πέψη. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται κοπρανοφαγία.
Η δισχιδής μήτρα που κάνει το θηλυκό ικανό να ζευγαρώνει τη στιγμή που είναι ήδη έγκυο, η κοπρανοφαγία που αν δεν συμβεί μπορεί να οδηγήσει σε αβιταμίνωση και στο θάνατο, η συμπεριφορά του κατά το ζευγάρωμα, η μη εκδήλωση χωροκράτειας όπως συμβαίνει στα περισσότερα ζώα, η πολυπλοκότητα των κινήσεών του πριν «γιατακιάσει», ο τρόπος του θηλασμού των μικρών του και η ιδιαίτερα μεγάλη γενετική του ποικιλομορφία είναι μόνο μερικά από τα παράξενα που χαρακτηρίζουν το λαγό. Σε αυτά προστίθεται η φοβερή ικανότητά του να ανταπεξέρχεται σε κινδύνους και αντιξοότητες και να εποικίζει τις πλέον ακατάλληλες, για άλλα είδη, περιοχές.
Δραστηριότητες του λαγού
Σε αντίθεση με άλλα είδη της οικογένειας των λαγομόρφων που παραμένουν κάτω από το έδαφος όταν δεν κινούνται, ο λαγός κατά τη διάρκεια της ημέρας βρίσκεται έξω από τρύπες όπου ξεκουράζεται. Κινείται κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας, ως γνήσιο νυκτόβιο, οπότε και τρέφεται. Ωστόσο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, που η νύχτα είναι σχετικά μικρή, ο λαγός επεκτείνει τις δραστηριότητές του και κατά τη διάρκεια των πρώτων και τελευταίων ωρών της ημέρας. Οι λαγοί που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της υλοποίησης ημέρας την υπόλοιπη ημέρα είναι προφανώς αυτοί έχουν ενοχληθεί από κάποιο εχθρό.
Οι λαγοί που ζουν σε αγροτικές περιοχές επιλέγουν να ξεκουράζονται σε σημεία που έχουν καλή ορατότητα, έχοντας πίσω τους ή στο πλάι έναν θάμνο ή μια μεγάλη πέτρα. Αν όμως υπάρχει αρκετά ψηλό χόρτο τότε το μόνο που κάνουν είναι να κάθονται κάτω διαμορφώνοντας μια μικρή κοιλότητα στη βλάστηση και να παραμένουν ακίνητοι. Αν όμως η βλάστηση είναι σχετικά χαμηλή ή ο καιρός είναι κρύος τότε σκάβει ένα μικρό λάκκο και βυθίζει το πίσω μέρος του σώματός του ώστε να κρύβεται και να προστατεύεται ταυτόχρονα από το κρύο. Η συνήθειά του αυτή τον κάνει αόρατο τις περισσότερες φορές. Ακόμα και σε έναν αγρό με χειμερινό σιτάρι λίγων εκατοστών ύψους διακρίνεται με πολύ μεγάλη δυσκολία. Όταν ο ήλιος βασιλέψει και δεν υπάρχει καμιά ενόχληση εγκαταλείπει την κρυψώνα του και τρέχει γρήγορα ψάχνοντας για τροφή. Νωρίς το πρωί επιστρέφει σε μια από τις κρυψώνες του για να ξεκουραστεί. Πολλοί λαγοί βέβαια επιλέγουν την άκρη ενός θαμνοτόπου ή δάσους για να κρυφτούν, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Παρατηρώντας το χειμώνα προσεκτικά τις άκρες των δασών αργά το σούρουπο, από ένα λόφο, μπορούμε να δούμε συχνά λαγούς να βγαίνουν για να τραφούν.
Οι περιοχές τροφοληψίας μπορεί να είναι κοντά στο «γιατάκι» (θέση όπου ο λαγός ξεκουράζεται την ημέρα) και το ζώο να αρχίσει να τρέφεται σχεδόν αμέσως από τη στιγμή που θα το εγκαταλείψει. Συνήθως όμως οι περιοχές αυτές δεν συμπίπτουν και ο λαγός για να βρει κατάλληλο χωράφι χρειάζεται να διανύσει αποστάσεις που συχνά ξεπερνούν το χιλιόμετρο. Αν και θεωρείται μοναχικό ζώο προτιμά να βόσκει μαζί με άλλα άτομα. Κι αυτό γιατί είναι ευκολότερο να εντοπιστεί κάποιος κίνδυνος από πολλά ζευγάρια μάτια κι αυτιά παρά από ένα. Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι όταν τρέφονται σε μία περιοχή περισσότεροι από ένας λαγοί, σπαταλούν λιγότερο χρόνο στο να προσέχουν για επερχόμενους κινδύνους και έτσι τρέφονται για περισσότερη ώρα αξιοποιώντας καλύτερα τη διαθέσιμη τροφή.
Οι περιοχές τροφοληψίας αλλάζουν ανάλογα με τη βλάστηση που διαθέτουν τα χωράφια μέχρι να οργωθούν. Έτσι οι αγροτικές περιοχές αξιοποιούνται διαφορετικά ανάλογα με την εποχή του έτους, το είδος και το στάδιο της βλάστησης. Η περιοχή στην οποία κινείται ένας λαγός ποικίλει από 200 έως 1000 στρέμματα. Η προτίμησή του σε ανοίγματα του δάσους, σε θαμνότοπους και φυσικούς φράχτες εξαρτάται από την κλίση του εδάφους, την ποιότητα και ποσότητα της πυκνής φυσικής βλάστησης, τη δυνατότητα που δίνεται στο ζώο να διαφύγει από τους διώκτες του και τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά τα διαθέσιμα τροφής με τον ελάχιστο δυνατό κίνδυνο.
Η τελειοποίηση των τεχνικών, που έχει αναπτύξει ο λαγός για να αποφεύγει τους εχθρούς του, είναι γι’ αυτόν πραγματικά θέμα ζωής και θανάτου. Προσπαθεί λοιπόν να ξεφύγει από τους εχθρούς του μπερδεύοντας τα ίχνη του. Ποτέ δεν φτάνει στο μέρος που πρόκειται να «γιατακιάσει» (δηλ να περάσει την ημέρα) χωρίς να κάνει μερικές βόλτες μπρος – πίσω για να παραπλανήσει τους διώκτες που ιχνηλατούν ακολουθώντας την οσμή που αφήνει. Παρατηρήσεις έδειξαν ότι τις περισσότερες φορές κατευθύνεται σε συγκεκριμένους διαδρόμους ή μονοπάτια που μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και τους γνωρίζει πολύ καλά, ώστε να έχει μεγάλη πιθανότητα να διαφύγει. Ποτέ, απ’ ότι φαίνεται, δεν αφήνει τη διαφυγή του στην τύχη αναζητώντας εκείνη την ώρα διεξόδους.
Κοινωνικότητα και ερωτοτροπίες
Αν και είναι γνωστή η προτίμηση των λαγών να τρέφονται κατά ομάδες δεν έχει αποσαφηνιστεί η κοινωνικότητά τους. Δεν δημιουργούν επικράτειες, δεν χρησιμοποιούν εντυπωσιακές τελετές για να προσελκύσουν τα θηλυκά, δεν διαθέτουν χαρέμια με θηλυκά και δεν έχουν ένα συγκεκριμένο τρόπο ζευγαρώματος όπως άλλα ζώα. Οι έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει κάτι παραπάνω από ένα πρότυπο στην κοινωνική τους οργάνωση. Για παράδειγμα κατά την επιλογή των θέσεων τροφοληψίας τα κυρίαρχα άτομα διώχνουν τα νεότερα και τα αδύναμα κι έτσι αναπτύσσεται μια ιεραρχία που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο ανταγωνισμός για τροφή ατονεί από τη στιγμή που υπάρχουν προσιτές καλλιέργειες. Όταν μιά καλλιέργεια εξασφαλίζει τροφή, αυτή είναι αρκετή για όλους τους λαγούς της περιοχής. Έχει λοιπόν ιδιαίτερη σημασία να σπείρουμε ένα μικρό κομμάτι έκτασης μισού στρέμματος που θα μας κοστίσει 70 ευρώ παρά να απελευθερώσουμε 20 λαγούς που κοστίζουν περίπου 3000 ευρώ. Κι αυτό γιατί αν εξασφαλίσουμε τροφή και φύλαξη (προστασία) σε 2 – 3 θηλυκά που θα γεννήσουν, στο τέλος της σεζόν θα ζήσουν 10 – 20 μικρά. Το αποτέλεσμα αυτό είναι κατά πολύ προτιμότερο από την απελευθέρωση 20 λαγών εκτροφείου, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα προσαρμογής και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα κατορθώσουν να επιβιώσουν για μακρύ χρονικό διάστημα.
Επειδή συνήθως τα θηλυκά που είναι διαθέσιμα για αναπαραγωγή είναι λίγα σε σχέση με τα ενήλικα αρσενικά, ο ανταγωνισμός για ζευγάρωμα είναι έντονος. Τα αρσενικά μπορούν να ζευγαρώσουν με πολλά θηλυκά. Όταν αρχίζει η αναπαραγωγική περίοδος, συνήθως στα τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου, τα αρσενικά δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στα θηλυκά. Την εποχή αυτή είναι συχνό φαινόμενο οι λαγοί να ακολουθούν ο ένας τον άλλο. Ένα αρσενικό μένει κοντά στο θηλυκό και κυνηγάει οποιοδήποτε άλλο αρσενικό βρεθεί στην περιοχή. Αν μάλιστα φτάσει κοντά του το δαγκώνει και πολλές φορές αρχίζει σφοδρή μάχη μέχρι κάποιο από τα δύο να τραπεί σε φυγή.
Όταν το θηλυκό φτάσει σε οίστρο γίνεται δέκτης μεγάλης προσοχής από το αρσενικό το οποίο το ακολουθεί παντού και μυρίζει διαρκώς το έδαφος πίσω του. Αν το θηλυκό ενοχληθεί πολύ, γυρίζει πίσω εκνευρισμένο και αφού σηκωθεί στα πίσω πόδια χτυπά το αρσενικό με τα μπροστινά του πόδια και δίνει την εντύπωση πυγμάχου που χτυπά με τα χέρια του. Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι αυτή η συμπεριφορά, που εκδηλωνόταν κυρίως την άνοιξη, σήμαινε ότι δύο αρσενικά πάλευαν για την διατήρηση της επικράτειάς τους. Η υπόθεση αυτή σήμερα έχει καταρριφθεί μιας και ο λαγός όπως είπαμε δεν εκδηλώνει χωροκράτεια.
Πολλές φορές ένας νεαρός υποψήφιος «γαμπρός» προσεγγίζει κάποιο θηλυκό και μένει μαζί του «προστατεύοντάς» το μέχρι την εποχή του οίστρου τότε κάποιο κυρίαρχο αρσενικό θα τον κυνηγήσει μακριά και θα ζευγαρώσει με το θηλυκό. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο πολλοί αρσενικοί λαγοί να βρίσκονται κοντά σ’ ένα θηλυκό. Αν και φαίνεται ότι υπάρχει μιά χαλαρή ιεραρχία μεταξύ των αρσενικών δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τηρούν χωροκράτειες και μάχονται για διαθέσιμο χώρο, όπως τα περισσότερα ζώα. Το βαρύτερο και πιο μεγαλόσωμο θηλυκό αρχικά απωθεί τον υποψήφιο επιβήτορα. Στο τέλος βέβαια υποκύπτει, επιτρέποντας το ζευγάρωμα το οποίο γίνεται πολύ γρήγορα και ολοκληρώνεται συνήθως με ένα σάλτο απομάκρυνσης του αρσενικού.
Το ζευγάρωμα δεν περιορίζεται μόνο τον Μάρτιο αλλά συνεχίζεται καθ’ όλη την αναπαραγωγική περίοδο που διαρκεί μέχρι το Σεπτέμβριο. Όμως η ερωτική συμπεριφορά του λαγού είναι εμφανής κυρίως στην αρχή της άνοιξης όταν τα περισσότερα θηλυκά ωριμάζουν, ενώ παράλληλα τα δημητριακά είναι ακόμα κοντά κι έτσι οι δραστηριότητες των ζώων γίνονται αντιληπτές. Από τη στιγμή που το αρσενικό ζευγαρώσει με το θηλυκό αρχίζει αμέσως να αναζητά νέο ταίρι. Ο ανταγωνισμός για τα θηλυκά είναι έντονος και ένα κυρίαρχο αρσενικό μπορεί να ζευγαρώσει με τα περισσότερα θηλυκά της περιοχής.
Το θηλυκό γεννάει σε ανοιχτούς χώρους και αρχικά τα μικρά του μένουν κρυμμένα στην βλάστηση όλα μαζί. Αργότερα για να μειωθεί ο κίνδυνος από τους άρπαγες, τα σκορπίζει σε διάφορα σημεία. Τα λαγουδάκια γεννιούνται με πλήρες τρίχωμα και ανοιχτά μάτια, χρειάζονται δε ελάχιστη φροντίδα από τη μητέρα τους. Έτσι το θηλυκό διαθέτει όσο το δυνατό λιγότερη ώρα στις επισκέψεις του στα μικρά, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα να γίνουν αντιληπτά από τους άρπαγες. Κι αν ακόμα η παρουσία κάποιου νεαρού γίνει αντιληπτή, η απώλεια θα περιοριστεί σ’ αυτό μόνο. Είναι χαρακτηριστικό το φαινόμενο της επιλογής μιας ασφαλούς από άρπαγες θέσης, στην οποία το θηλυκό, μπορεί να γεννήσει περισσότερο από μιά φορές. Στην Δανία ερευνητές υπολόγισαν ότι η πραγματική «παραγωγή» ενός θηλυκού, αφού αφαιρέσουμε τις απώλειες, κυμαίνεται από 4 – 6 μικρά το χρόνο ενώ ο αριθμός των γεννών ανέρχεται από 2 – 5 το χρόνο. Υπό κανονικές συνθήκες η γέννηση των πρώτων μικρών φαίνεται να γίνεται αρχές Μαρτίου, η δεύτερη γέννα έρχεται περίπου οκτώ εβδομάδες αργότερ, η τρίτη εννέα έως δέκα εβδομάδες μετά τη δεύτερη, η δε τέταρτη γέννα απέχει περίπου οκτώ εβδομάδες από την τρίτη. Τα παραπάνω έχουν επιβεβαιωθεί και από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στη Δανία στη Γερμανία και την Πολωνία. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η παραγωγικότητα των λαγών αυξάνεται όταν οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη της βλάστησης την άνοιξη και το καλοκαίρι καθώς και όταν το φθινόπωρο δεν έχουμε πολλές βροχές.
Ο θηλασμός των μικρών περιορίζεται σε 5 – 10 λεπτά, κάθε 24 ώρες, και συνήθως γίνεται μια ώρα μετά τη δύση του ήλιου. Αυτή την ώρα η μητέρα επιστρέφει στο μέρος που γέννησε τα μικρά κι αυτά συγκεντρώνονται από τα σημεία που βρίσκονται και θηλάζουν όλα μαζί. Πολλές φορές η ώρα του θηλασμού ποικίλει όταν πρόκειται για περιοχές που δέχονται ενόχληση από εξωτερικούς παράγοντες. Τα λαγουδάκια φαίνεται να καθοδηγούνται την ώρα του θηλασμού από το ένστικτό τους το οποίο τα κάνει να ακολουθούν το ένα το άλλο.
Η μητέρα δε φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα για το ποιά λαγουδάκια θηλάζει. Όταν τυχαίνει δύο «γέννες» να βρίσκονται στην ίδια περιοχή, δεν είναι ασυνήθιστο τα μικρά να αναμιχθούν ώστε, κατά τη διάρκεια του θηλασμού, μιά θηλυκιά να φιλοξενεί και τα μικρά της «γειτόνισσας».
Αγριοκούνελο – Oryctolagus cuniculus
Διαστάσεις
Μήκος σώματος 35 -45 cm
Βάρος αρσενικού: 1200 – 2000 gr
Βάρος θηλυκού: 1200 – 2000 gr
Γνωρίσματα
Αυτιά κοντύτερα από το μήκος του κεφαλιού. Απουσιάζουν οι μαύρες λωρίδες στις άκρες των αυτιών. Πιο κοντά πόδια από το λαγό, γεγονός που φαίνεται χαρακτηριστικά όταν τρέχει. Ζει μόνο στη νησιώτικη Ελλάδα, σε πεδινές και λοφώδεις περιοχές με γαιώδη ή αμμώδη εδάφη.
Ενδιαίτημα – Αναπαραγωγή
Το συναντάμε σε λιβάδια που συνορεύουν με θαμνότοπους, δάση, βράχια κ.λπ. Δραστηριοποιείται τη νύχτα εκτός αν δεν ενοχλείται, οπότε βγαίνει και την ημέρα. Είδος κοινωνικό, φωλιάζει κατά αποικίες. Φτιάχνει τη φωλιά του μαζί με άλλα σε στοές, βαθιά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, με πολλές διακλαδώσεις. Γεννάει 4 – 7 φορές το χρόνο από 3 – 12 μικρά, που είναι γυμνά και τυφλά.
Τροφή
Τρέφεται με βλάστηση και καρπούς.
Αλεπού – Vuples vulpes
Γνωρίσματα
Γκριζοκαφέ ζώο με μακριά και φουντωτή ουρά
Ένα ζώο το οποίο συγκεντρώνει την προσοχή μεγάλης μερίδας της κοινωνίας μας για διαφορετικούς λόγους. Για τους κατοίκους αγροτικών περιοχών και τους πτηνοκτηνοτρόφους αποτελεί εχθρό, για τους κυνηγούς αποτελεί ανταγωνιστή που ευθύνεται για τη συρρίκνωση των πληθυσμών ορισμένων θηραματικών ειδών, για τους καλλιεργητές είναι σύμμαχος στον περιορισμό των ζημιών από τα ποντίκια και για τους «οικολόγους» έχει αναχθεί σε προστατευτέο είδος. Που βρίσκεται η αλήθεια; Όπως πάντα κάπου στη μέση.
Η επιστήμη της οικολογίας δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίζει όλες τις περιπτώσεις κατά τον ίδιο τρόπο. Δεν χωρούν αφορισμοί ούτε γενικολογίες. Κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερη και ως τέτοια πρέπει να μελετηθεί και να αντιμετωπιστεί. Βασική προϋπόθεση είναι η καλή γνώση της βιολογίας, της συμπεριφοράς και των παραγόντων που επηρεάζουν τις αυξομοιώσεις των πληθυσμών της αλεπούς και των πληθυσμών των θυμάτων της. Επόμενο στάδιο είναι να καθοριστούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι. Θέλουμε να έχουμε αλεπούδες για να ελέγξουμε τα ποντίκια ή θέλουμε να περιορίσουμε τις αλεπούδες γιατί υπάρχει υπερπληθυσμός που επιδρά δυσμενώς στους πληθυσμούς της πεδινής πέρδικας του φασιανού, του λαγού και άλλων ειδών. Ανάλογα με το στόχο επιλέγουμε τα μέσα με τα οποία θα τον επιτύχουμε.
Δυστυχώς όμως η ευρωπαϊκή και η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει τον έλεγχο της αλεπούς με άλλα μέσα πλην του κυνηγίου της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ένας διαχειριστής να αντιμετωπίσει ενδεχόμενα προβλήματα που θα προκύψουν από τον υπερπληθυσμό του είδους. Έτσι ωθείται ο κάθε πολίτης που αντιμετωπίζει πρόβλημα – έμμεσο ή άμεσο – να αναλάβει πρωτοβουλίες που πολλές φορές οδηγούν σε ακραίες καταστάσεις, όπως ανεξέλεγκτη τοποθέτηση δηλητηριασμένων δολωμάτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην άγρια πανίδα (αρκούδες, λύκους, πτωματοφάγα πτηνά κ.λπ) και τους σκύλους εργασίας (ποιμενικούς, κυνηγετικούς κ.λπ.).
Η αλεπού εμφανίστηκε στη γη πριν από 400.000 χρόνια, περίπου, και αποτελούσε, πιθανώς, σημαντικό θήραμα για τους κυνηγούς της νεολιθικής εποχής. Στο τελευταίο μισό του 19ου αιώνα εισήχθη σε πολλές περιοχές κυρίως με σκοπό το κυνήγι της. Τη συναντάμε σχεδόν παντού στο Βόρειο Ημισφαίριο. Από τη Βρετανία εισήχθη στις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα του 18ου αιώνα απ’ όπου εξαπλώθηκε δυτικότερα, ενώ γύρω στα 1850 εισήχθη και στην Αυστραλία.
Ιδιαίτερα προσαρμοστικό είδος, χωρίς πολλές απαιτήσεις, μπόρεσε να εξαπλωθεί και να επιβιώσει σχεδόν σε όλους τους τύπους βιοτόπων. Αφθονεί σε περιοχές με ποικιλία και εναλλαγές μικροπεριβαλλόντων (θαμνότοποι, λιβάδια, δάση κ.λ.π.) πού προσφέρουν τροφή και κάλυψη.
Οι αλεπούδες ζουν σε ομάδες που μοιράζονται μία περιοχή. Σε περιοχές πλούσιες σε τροφή, με πυκνούς πληθυσμούς, τα θηλυκά αλεπουδάκια της προηγούμενης γέννας μοιράζονται την ίδια περιοχή με τους γονείς τους. Ο αριθμός αυτών των μικρών θηλυκών μπορεί να φτάσει τα έξι αλλά το συνηθέστερο είναι ένα με δύο. Αυτά τα επιπλέον θηλυκά βοηθούν στην ανατροφή των φετινών μικρών του κυρίαρχου θηλυκού. Έτσι παρατηρήθηκε λ.χ. ότι αυτά τα θηλυκά προφυλάσσουν τα μικρά από κινδύνους, φροντίζουν για την μετάδοση εμπειριών και παίζουν μαζί τους.
Το μέγεθος της περιοχής της αλεπούς (χωροκράτεια) ποικίλει ανάλογα με τον τύπο του περιβάλλοντος. Σε λοφώδεις περιοχές με λίγη τροφή η έκταση της επικράτειας φτάνει τα 40.000 στρέμματα, ενώ σε αγροτικές περιοχές μπορεί να περιοριστεί στα 200 στρέμματα. Από παρατηρήσεις προκύπτει ότι η μέση έκταση μιας επικράτειας αλεπούς κυμαίνεται από 450 έως 1500 στρέμματα. Η περιοχή κάθε ομάδας αλεπούδων δεν χρησιμοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο. Ένα κομμάτι της χρησιμεύει για την αναζήτηση της τροφής, ενώ κάποιο άλλο χρησιμοποιείται ως διάδρομος για τις μετακινήσεις των ζώων.
Οι επικράτειες οριοθετούνται με ούρα και κόπρανα που αποτίθενται σε εμφανή σημεία (πέτρες, πρέμνα δέντρων κ.λ.π) περίπου στο ύψος της μύτης και δεν παραβιάζονται από ανταγωνιστές. Ούρα αφήνονται και στα μονοπάτια σε ποσότητες ανάλογες με τη συχνότητα μετακίνησης των ζώων. Ο αριθμός των σημαδιών αυξάνεται στο κέντρο της επικράτειας, ενώ μειώνεται προς την περιφέρειά της. Επίσης οι αλεπούδες μπορεί να αφήνουν ούρα σε υπολείμματα τροφής που δεν μπορεί να καταναλωθεί και σε τρύπες που δεν βρέθηκε τροφή ώστε να μη «σπαταλούν» χρόνο για να ψάχνουν τα ίδια μέρη.
Οι αλεπούδες υπερασπίζονται την περιοχή τους και δεν επιτρέπουν την είσοδο άλλων. Όταν κάποιος «παρείσακτος» εισβάλλει σε ξένη χωροκράτεια και γίνει αντιληπτός, συνήθως ακολουθεί μάχη. Οι αλεπούδες σηκώνονται, στηριζόμενες στα πίσω πόδια, και χτυπούν τους ώμους και το στήθος του αντιπάλου, ενώ με ανοιχτό το στόμα προσπαθούν να τον φοβίσουν. Οι μάχες εκδηλώνονται κυρίως μεταξύ νεαρών και ιδίου φύλλου ατόμων και διαρκούν ως την αποχώρηση του ηττημένου.
Όπως τα περισσότερα ζώα που σχηματίζουν ομάδες έτσι και οι αλεπούδες έχουν αναπτύξει κοινωνική οργάνωση και τρόπους επικοινωνίας. Μεγάλη ποικιλία στάσεων του σώματος και του κεφαλιού χρησιμοποιούνται και αποτελούν το «λεξιλόγιο» για την επικοινωνία μεταξύ τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο εκδηλώνουν κυριαρχία, προειδοποιούν για επερχόμενους κινδύνους, ενημερώνουν για πηγές τροφής κ.λπ. Άλλος τρόπος επικοινωνίας είναι οι φωνές. Ερευνητές έχουν προσδιορίσει 28 ομάδες ήχων που χρησιμεύουν για την επικοινωνία και ποικίλουν από εποχή σε εποχή.
Τα νεαρά αλεπουδάκια διασκορπίζονται σε ηλικία 6 – 12 μηνών. Αν και γενικά δεν απομακρύνονται από την περιοχή που γεννήθηκαν, στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε ότι μπορούν να μετακινηθούν έως και 300 χιλιόμετρα, ενώ στην Ευρώπη βρέθηκε ότι μετακινούνται έως 100 χιλιόμετρα. Το χρονικό διάστημα, δε, που διαρκούν οι «βόλτες» τους ποικίλλει από μερικές μέρες έως και λίγους μήνες.
Η αλεπού είναι είδος που κινείται κυρίως τη νύχτα, το σούρουπο και το ξημέρωμα. Οι ημερήσιες μετακινήσεις της εξαρτώνται από τον βαθμό ενόχλησης που δέχεται. Το καλοκαίρι μπορεί να μείνει δραστήρια αρκετή ώρα μετά το χάραμα, ιδιαίτερα αν τα θηλυκά προσπαθούν να ταϊσουν τα μικρά. Σε γεωργικές περιοχές δραστηριοποιούνται κυρίως μετά τα μεσάνυχτα, χωρίς αυτό να αποτελεί και κανόνα, διότι δεν είναι περίεργο να δει κάποιος μέρα μεσημέρι αλεπού στο κέντρο ενός χωριού ή μιας μικρής πόλης.
Οι δραστηριότητές της ποικίλουν και επηρεάζονται άμεσα από τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Τις κρύες νύχτες μειώνονται οι μετακινήσεις, ενώ αντίθετα τις θερμές και υγρές νύχτες εξασφαλίζονται όλες οι προϋποθέσεις για ένα επιτυχημένο κυνήγι.
Οι τρόποι κυνηγίου και η συμπεριφορά της αλεπούς απέναντι σε κάθε θήραμα διαφέρουν. Και τούτο διότι οι τροφικές της προτιμήσεις ποικίλουν ανάλογα με την εποχή και τα διαθέσιμα τροφής. Μπορεί να καταναλώσει καρπούς, ψοφίμια, μικρά θηλαστικά , πουλιά, σκουλήκια, έντομα κ.λπ., ενώ παρουσιάζει μεγάλη προσαρμοστικότητα σε νέες πηγές τροφής (σκουπιδότοπους, απελευθερούμενα θηράματα κ.λπ) και αλλαγές ενδιαιτημάτων (μετά από πυρκαγιές, εκχερσώσεις κ.λπ) . Τα σκουλήκια, κάποιες εποχές, εξασφαλίζουν πάνω από το 60% των θερμιδικών απαιτήσεών της. Αφού εντοπίσει κάποιο σκουλήκι με την ακοή της, η οποία είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη, το συλλαμβάνει με τα μπροστινά της δόντια και στη συνέχεια το τραβά από την τρύπα του με αργές κινήσεις του κεφαλιού της.
Η αλεπού επίσης μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα αρπακτικότητας σε αποικίες πουλιών, όπως είναι οι γλάροι. Χαρακτηριστικά ένας ερευνητής αναφέρει ότι σε περιοχή της Βρετανίας μέσα σε μία μόνο αναπαραγωγική περίοδο σκοτώθηκαν 800 γλάροι από τις τέσσερις αλεπούδες που ζούσαν εκεί και μάλιστα οι 240 απ’ αυτούς σε μία μόνο νύχτα.
Σε αγροτική περιοχή του Bristol εκτιμήθηκε ότι το 0,7% των γατών και το 7% άλλων κατοικίδιων σκοτώνονταν ετησίως από αλεπούδες, των οποίων η πυκνότητα ήταν αρκετά υψηλή. Σημαντική, επίσης, πηγή τροφής αποτελούν τα εδαφόβια πουλιά, τα τρωκτικά και άλλα μικρά θηλαστικά, όπως ο λαγός. Πολλοί ερευνητές έχουν επισημάνει ότι η επίδραση της αλεπούς στους πληθυσμούς θηραματικών ειδών είναι σημαντική. Οι πεδινές πέρδικες είναι ευάλωτες κατά τη διάρκεια της επώασης των αβγών τους, οι πληθυσμοί των φασιανών δέχονται μεγάλη πίεση και συρρικνώνονται, οι λαγοί αποτελούν τμήμα του διαιτολογίου της κάποιες εποχές του έτους, ενώ για τα νεαρά ζαρκάδια η αλεπού, αποτελεί διαρκή απειλή. Όσο για τα οικόσιτα ζώα (περιστέρια, κότες κ.λπ), η αλεπού μπορεί να σκοτώσει μεγάλους αριθμούς τους και να τα εγκαταλείψει χωρίς να τα καταναλώσει.
Κατά συνέπεια είναι βέβαιο ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα προσαρμοστικό ζώο που μπορεί να εποικίσει μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, να δημιουργήσει προβλήματα σε πτηνά και μικρά θηλαστικά, παράλληλα δε να περιορίσει τους πληθυσμούς των τρωκτικών. Κάθε συγκεκριμένη συγκυρία πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά και να λαμβάνονται αποφάσεις μετά από ενημέρωση και συμφωνία των εμπλεκόμενων φορέων (Υπουργείο Γεωργίας, αγρότες, κτηνοτρόφοι, κυνηγοί κ.α), ώστε αν διαπιστωθεί ότι χρειάζεται έλεγχος του πληθυσμού της αλεπούς, να βρεθεί ένας παραδεκτός και νόμιμος τρόπος άσκησής του που δεν θα οδηγεί σε ακραίες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Πετροκούναβο – Martesfoina
Διαστάσεις
Μήκος σώματος: 40 -48 cm(χωρίς ουρά)
Μήκος ουράς 23 – 25 cm
Bάρος 1,3 – 2,3 kg
Γνωρίσματα
Σώμα επίμηκες, πόδια κοντά, κεφάλι κοντό τριγωνικό, αυτιά κοντά τριγωνικά και λαιμό μακρύ. Ουρά μακριά και φουντωτή. Χρώμα τριχώματος ανοικτό καφέ και υποτριχώματοςγκριζόλευκο. Κεφάλι ανοιχτότερου χρώματος. Κύριο διαγνωστικό στοιχείο ο λευκός χρωματισμός στο μπροστινό μέρος του λαιμού, ο οποίος εκτείνεται στο στήθος και μέχρι το πάνω ήμισυ των μπροστινών ποδιών. Απαντάται σ’ όλη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα.